- τριπλασιάσαι
- τριπλασιά̱σᾱͅ , τριπλασιάζωto triplefut part act fem dat sg (doric)τριπλασιάζωto tripleaor inf actτριπλασιάσαῑ , τριπλασιάζωto tripleaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.